- γαβαθωτός
- -ή, -όβαθουλός σαν γαβάθα, κοίλος: Μας έπιασε βροχή στο δάσος και καταφύγαμε σε μια γαβαθωτή σπηλιά.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
γαβαθωτός — ή, ό κοίλος σαν γαβάθα, βαθουλός … Dictionary of Greek